- ισόστροφος
- ἰσόστροφος, -ον (Α)1. (για χορδές) ίσα στριμμένος ή κλωσμένος2. αντίστροφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -στροφος (< στροφή < στρέφω), πρβλ. ομοιό-στροφος, ετερό-στροφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσόστροφος — equally twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόστροφον — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem acc sg ἰσόστροφος equally twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοστρόφους — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόστροφα — ἰσόστροφος equally twisted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόστροφοι — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek